προφίλ

προφίλ
profil

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • προφίλ — το, Ν 1. η πλάγια όψη, η κατατομή τού προσώπου 2. το σύνολο τών βασικών χαρακτηριστικών ατόμου, κόμματος, τύπου ανθρώπου, τεχνικής κατασκευής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. profil < ιταλ. profilo < ιταλ. profilare «σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου»… …   Dictionary of Greek

  • κατάγραφος — η, ο (AM κατάγραφος, ον) [καταγράφω] (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάγραφα ζωγραφικές αναπαραστάσεις «κατά κρόταφον», προφίλ ή επιβραχύνσεις τών σωμάτων ή τών μελών μσν. αρχ. ο ζωγραφισμένος αρχ. 1. ο κατάγραπτος, ο ραβδωτός 2. ζωγραφισμένος σε… …   Dictionary of Greek

  • Μυανμάρ — Κράτος της νοτιανατολικής Ασίας. Συνορεύει Β και ΒΑ με την Κίνα, Α με το Λάος και την Ταϊλάνδη και Δ με το Μπανγκλαντές και την Ινδία. Βρέχεται Ν από τη Θάλασσα Ανταμάν και ΝΔ από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Aπό εδαφική άποψη, η Μ. ή Bιρμανία… …   Dictionary of Greek

  • Eurobank EFG — Infobox Company company name = EFG Eurobank Ergasias company company type = Private foundation = 1990s location = Athens, Greece key people = revenue = 5.34 Billion € operating income = net income = 0.70 Billion € num employees = 24 500… …   Wikipedia

  • Natech — S.A. Type Private Industry Banking Software Computer software Founded Ioannina, Greece (1983, as Computer Store) Headquarter …   Wikipedia

  • Konstantinos Arvanitopoulos — Konstantinos Arvanitopoulos, griechisch Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος (* 1960 in Piräus [1]) ist Professor für Internationale Beziehungen an der Pantion Universität Athen. Arvanitopoulos studierte Politikwissenschaften an der Pantion… …   Deutsch Wikipedia

  • Onirama — Onirama, Национальный театр северной Греции, 2007 год …   Википедия

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”